- ρετούς
- το άκλ. ретушь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρετούς — το, Ν άκλ. το ρετουσάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. retouche (βλ. ρετουσάρω)] … Dictionary of Greek
ρετούς — το (λ. γαλλ.), άκλ., και ρετουσάρισμα, το ατος, επεξεργασία, ιδιαίτερα φωτογραφικής πλάκας: Η φωτογραφία θα αργήσει λίγο, γιατί θα της κάνω ρετουσάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)